Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό / εισφορά ν. 128/1975

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, για τους λόγους  που ειδικότερα εκθέτουν, η υπ’ αριθμ. 21/21 ΤΠ/15-02-2012 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου  που τους υποχρέωσε να  καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος  των ανακοπτόντων, το ποσό των 38.793,08 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών δαπανών, για απαίτηση  που πηγάζει από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό.

Ωστόσο, η χρέωση του ποσού των 220,40 ευρώ που περιλαμβάνεται στον εν λόγω λογαριασμό και αφορά νέα έρευνα της ακίνητης περιουσίας   της  ανακόπτουσας εταιρίας στις 17-08-2011, δεν έχει αναγνωριστεί και νομίμως αμφισβητείται, από αυτήν. Εξάλλου από κανένα  αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε η αναγκαιότητα νέας έρευνας της ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας  εταιρείας  από πληρεξούσιο δικηγόρο της τράπεζας  ούτε ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του ούτε και η υποχρέωση της ανακόπτουσας εταιρίας να επιβαρυνθεί  η  ίδια  το ποσό της αμοιβής αυτής  όταν  μάλιστα, η έρευνα αυτή γίνεται με πρωτοβουλία της τράπεζας. Τέλος, αποδεικνύεται ότι από την ημερομηνία αναγνώρισης του  υπολοίπου   εκάστου τηρουμένου λογαριασμού  (01-07-2011) μέχρι την 30-12-2011 επιβλήθηκε  στην ανακόπτουσα εταιρία εισφορά του νόμου 128/1975  χρεώθηκε η ανακόπτουσα με το ποσό των 28,20 ευρώ εκάστη φορά, ενώ για τον έκαστο λογαριασμό στις 30-09-2011 και 30-11-2011 χρεώθηκε η ανακόπτουσα με το ποσό των 29,21 ευρώ. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι στην επίδικη σύμβαση περιέχεται όρος για την επιβάρυνση της πιστούχου εταιρίας με την εισφορά του ν. 128/1975, καθώς και το ποσοστό αυτής. Από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, που τέθηκαν υπόψη του δικαστή  που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για την απόδειξη της απαίτησης από τη σύμβαση πίστωσης, προκύπτει ότι  η καθ’ ής κεφαλαιοποιούσε την εισφορά  του  ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, και αυτό γινόταν  σε τριμηνιαία χρονική συχνότητα, και ανατόκιζε τα ποσά της –αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέxovτες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον  εκάστοτε   κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά  (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Ο παράνομος αυτός εκτοκισμός  και  ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γίνεται με την  ενσωμάτωση της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων. Επομένως, ως προς το ποσό της απαίτησης για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ής τράπεζας, που προσκομίστηκαν, το σύνολο της οφειλής, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στο λογαριασμό ποσών  της εισφοράς του ν. 128/1975 και του ανατοκισμού αυτών, τόσο η ακυρότητα των επιμέρους ποσών (εισφορά ν. 128/1975) όσο και η χρέωση μη αναγκαίων ποσών (έλεγχος περιουσίας) επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου τη απαίτησης, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων.